δίπλινθος

δίπλινθος
-η, -ο
αυτός που έχει κατασκευαστεί με διπλή σειρά πλιθιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δίπλινθος — η, ο (Α δίπλινθος, ον) αυτός που έχει πλάτος ή πάχος δύο πλίνθων νεοελλ. (για τοίχο) αυτός που χτίζεται με διπλή σειρά πλίνθων, με πατικό* τούβλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * (βλ. λ. δις) + πλίνθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”